- ρεοστάτης
- οσυσκευή για παρεμβολή ηλεκτρικών αντιστάσεων σε κυκλώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρεοστάτης — ο, Ν βλ. ροοστάτης … Dictionary of Greek
ροοστάτης — Μεταβλητή αντίσταση που χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του ρεύματος που ρέει σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα. Η μεταβολή της αντίστασης αυτής μπορεί να είναι ασυνεχής ή συνεχής. Στην πρώτη περίπτωση (ρ. με άλματα) ο ρ. αποτελείται από μια σειρά… … Dictionary of Greek
ροοστατικός — και ρεοστατικός, ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ροοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheostatic < rheostat, βλ. λ. ρεοστάτης)] … Dictionary of Greek
ροοστάτης — ο βλ. ρεοστάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)